πρεσβεία — πρεσβείᾱ , πρέσβεια fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc/acc dual πρεσβείᾱ , πρεσβεία age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείᾳ — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβεια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέσβεια — ἡ, ΜΑ βλ. πρέσβα … Dictionary of Greek
πρεσβεία — ἡ, ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεία και πρειγηΐα και αργ. τ. πρεσγέα, ἁ, Α 1. αποστολή πρέσβεων, αντιπροσώπων για διαπραγμάτευση 2. οι πρέσβεις, οι αντιπρόσωποι 3. διαπραγμάτευση 4. εκκλ. μεσολάβηση («ταῑς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾱς»,… … Dictionary of Greek
πρεσβεῖα — πρεσβεῖον gift of honour neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείας — πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem acc pl πρεσβείᾱς , πρέσβεια fem gen sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem acc pl πρεσβείᾱς , πρεσβεία age fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείαι — πρεσβείᾱͅ , πρέσβεια fem dat sg (attic doric aeolic) πρεσβείᾱͅ , πρεσβεία age fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβειῶν — πρέσβεια fem gen pl πρεσβεία age fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβείαις — πρέσβεια fem dat pl πρεσβεία age fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)